συνθηκολογώ

συνθηκολογώ
Ν
1. θέτω τέρμα σε διαμάχη ή σε πόλεμο, συνάπτω συνθήκη ειρήνης, συμβιβάζομαι
2. στρ. κάνω συνθηκολόγηση
3. μτφ. προδίδω τις αρχές μου
4. φρ. «συνθηκολογεί με τη συνείδησή του»
μτφ. εφευρίσκει δικαιολογίες προκειμένου να καθησυχάσει τις τύψεις τής συνείδησής του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνθήκη + -λογώ*. Το ρ. μαρτυρείται από το 1826 στον Νικόλ. Σπηλιάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνθηκολογώ — συνθηκολογώ, συνθηκολόγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνθηκολογώ — συνθηκολόγησα 1. θέτω τέρμα σε διαμάχη, συνάπτω συνθήκη: Μετά τη συντριβή τους αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. 2. «Συνθηκολογώ με τη συνείδησή μου», συμπεριφέρομαι ανήθικα καταπνίγοντας τη φωνή της συνείδησής μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • προσέρχομαι — ΝΜΑ 1. έρχομαι προς κάποιον ή προς κάτι, πλησιάζω ένα πρόσωπο ή σε έναν χώρο (α. «στην εξέδρα άρχισαν να προσέρχονται οι επίσημοι» β. «ὧνπερ ἕνεκεν καὶ Σωκράτει προσῆλθον», Ξεν.) 2. έρχομαι κάπου λόγω υποχρέωσης, παρουσιάζομαι κάπου για εκπλήρωση …   Dictionary of Greek

  • σπονδίζω — (I) ΜΑ [σπονδή] σπένδω, κάνω σπονδή μσν. μέσ. σπονδίζομαι συνθηκολογώ με κάποιον. (II) Μ χρησιμοποιώ σπονδείους στον στίχο μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού σπονδ ειάζω, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • συμφωνώ — συμφωνῶ, έω, ΝΜΑ [σύμφωνος] 1. μουσ. συνταυτίζομαι ηχητικά, εναρμονίζομαι 2. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αρμονία με κάποιον ή με κάτι («τα λόγια του δεν συμφωνούν με τα έργα του») 3. έχω ή εκφέρω την ίδια γνώμη («περὶ τούτων πάντες συμπεφωνήκασιν» …   Dictionary of Greek

  • συνθηκολογία — η, Ν η συνθηκολόγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνθηκολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Νικόλ. Σπηλιάδη] …   Dictionary of Greek

  • συνθηκολόγηση — η, Ν 1. σύναψη συνθήκης, ιδίως συμφωνία δύο ή περισσότερων ατόμων ή κρατών για συμφιλίωση, συνδιαλλαγή, ειρήνευση 2. στρ. συμφωνία με την οποία τερματίζεται ο αγώνας τής μιας από δύο εμπόλεμες πλευρές και καθορίζονται οι όροι και ο τρόπος… …   Dictionary of Greek

  • συνθηκοποιώ — έω, Α (συν. μέσ.) συνθηκοποιουμαι, έομαι συμβιβάζομαι, συνθηκολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνθήκη + ποιῶ*] …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”